- φάλσο
- το, Νβλ. φάλτσο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φάλτσο — και φάλσο, το, Ν 1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος 2. λάθος, σφάλμα 3. φαλτσαστέκα 4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα 5. στον πληθ. τα φάλτσα τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο τού πτερνίτη, τού τακουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek